Ο Τέτανος ήταν γνωστός από την αρχαιότητα




Ο τέτανος ήταν γνωστός από την αρχαιότητα (5ος αιώνας Πχ) λόγω της φοβερής επίπτωσής της στους τραυματίες, στις λεχώνες και τα νεογνά. Περιγραφές των συμπτωμάτων της νόσου από τους αρχαίους Αιγυπτίους και Έλληνες ιατρούς σώζονται μέχρι σήμερα.
Ο Ιπποκράτης περιέγραψε με ιδιαίτερη πληρότητα και σαφήνεια την νόσο και πρώτος χρησιμοποίησε τους όρους «τέτανος» και «οπισθότονος».  O ίδιος τον περιγράφει ως εξής: μερικές ημέρες μετά από κάποιο τραυματισμό, ο τραυματίας παρουσιάζει αρχικά "δυσχέρεια κατά την κατάποση". Ταχύτατα προστίθενται οπισθότονος και δυσκαμψία. O ασθενής σε κάθε οπτικό, απτικό ή ακουστικό ερέθισμα εμφανίζει καθολική, επώδυνη σύσπαση. Σε μια εβδομάδα επέρχεται ο θάνατος. Η λέξη τέτανος προέρχεται από το ρήμα τείνω και αποδίδει με τρόπο γλαφυρό την σπαστική κατάσταση των μυών που παρατηρείται. Επίσης πλήρη περιγραφή της νόσου έγινε και από τον Αρεταίο τον Καππαδόκη (2ος αιών Πχ) . O Aρεταίος επίσης αναφέρει: "Στο νόσημα αυτό ο ιατρός δεν έχει τίποτα να προσφέρει", απλώς σηκώνει τα χέρια, όπως θα λέγαμε σήμερα.
 Πρόοδος στην μελέτη της νόσου επιτεύχθηκε  τo 1884 όταν ο  Charles και ο Rattone εμβολίασαν σε ζώα πύο από άνθρωπο που πέθανε από τέτανο και προκάλεσαν νόσο. Το ίδιο έτος ο Nicolaier απομονώνει το αίτιο του τετάνου (το κλωστηρίδιο) σε πυώδες έκκριμα. Είχε εμβολιάσει ποντίκια με ένα μίγμα - είδος πολτού - από χώμα κήπου με κοπριά, προκαλώντας στα πειραματόζωα νόσημα παρόμοιο του τετάνου. Προς τιμή του ο παθογόνος μικροοργανισμός φέρει το όνομά του (βάκιλλος του Nicolaier).

 O Rosenbach (1886) παρατηρεί ότι το κλωστηρίδιο αυτό παράγει σπόρους. Tον  ίδιο χρόνο ο Kitasato υποπτεύεται αναερόβια ανάπτυξη του κλωστηριδίου το οποίο  αργότερα επιβεβαιώνει. Το 1889 οι Behring και Kitasato απομόνωσαν τον μικροοργανισμό από άνθρωπο και έδειξαν ότι προκαλεί νόσο όταν εμβολιάζεται σε ζώο. Ακόμη ανέφεραν ότι η τοξίνη μπορεί να εξουδετερωθεί από ειδικά αντισώματα και παρασκεύασαν τον αντιτετανικό ορό, αφού ανακάλυψαν ότι όταν οι δόσεις που χορηγούνται στα πειραματόζωα είναι μικρότερες από τις θανατηφόρες δόσεις, αναπτύσσεται στα πειραματόζωα ανοσία η οποία μπορεί να μεταδοθεί παθητικά και σε άλλα ζώα. Tο 1890 ο Faber απομονώνει την ειδική τοξίνη.  Στις 4 Δεκεμβρίου 1890 (4° τεύχος της Γερμανικής Ιατρικής Eπιθεώρησης) δημοσιεύεται άρθρο "Περί της εξακριβώσεως της ανοσίας κατά του τετάνου και της διφθερίτιδας στα ζώα". Στο άρθρο αυτό ο Behring προβάλλει και επαινεί τα επιτεύγματα των ερευνών του Kitasato. Tο δημοσίευμα όμως, παραμένει απαρατήρητο, και αμφισβητείται από πολλούς. Το 1897 ο Nocard έδειξε την προστατευτική δράση της παθητικής ανοσοποίησης δηλαδή τη χρήση του αντιτετανικού ορού που χρησιμοποιήθηκε κατά τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο. Ο χρόνος αποδεικνύει ότι η ανακάλυψη αυτή, ήταν η πρώτη νίκη κατά της μάστιγας της εποχής του τετάνου και της διφθερίτιδας. Aποτέλεσε σταθμό στην ανοσοποίηση των ατόμων.  Το 1924 ο Descombey  περιέγραψε την τετανική ατοξίνη. Το 1925 ο Ramon πετυχαίνει την ενεργητική ανοσοποίηση - τα ευεργετικά αποτελέσματα του εμβολιασμού αποδεικνύονται περίτρανα κατά τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο.
Τέλος, το 1946 ο Cohn και οι συνεργάτες του απομόνωσαν από το ανθρώπινο πλάσμα την υπεράνοσο τετανική σφαιρίνη(Tetanus Immune Globulin Human).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου