Εργαστηριακά ευρήματα τετάνου



ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ


Αίμα: Τα λευκά αιμοσφαίρια βρίσκονται συνήθως ελαφρώς αυξημένα. Μεγάλη αύξηση παρατηρείται μόνο σε δευτερογενείς λοιμώξεις. Τα ερυθρά αιμοσφαίρια και η αιμοσφαιρίνη είναι ελαφρώς μειωμένα.
Η ΤΚΕ (ταχύτητα καθιζήσεως των ερυθρών) αυξάνεται σε επιπλοκές.
 Οι τιμές της ουρίας και σπανιότερα της γλυκόζης του αίματος, είναι αυξημένες σε βαριές μορφές.
Οι τρανσαμινάσες αυξάνονται μόνο σε βαριές περιπτώσεις.
Η δραστικότητα της χολινεστεράσης στον ορό είναι ελαττωμένη και σε βαριές περιπτώσεις πλήρως καταργημένη. Η μείωση αποδίδεται στην ανασταλτική δράση της τετανικής τοξίνης στην χολινεστεράση.
Η CPK (κρεατινοφωσφοκινάση) αυξάνεται στο αίμα, αλλά και στα ούρα, σε όλους σχεδόν τους ασθενείς. Τιμές ορού πάνω από 2,97 mu/l συνηγορούν υπέρ τετάνου. Η αύξηση είναι  ανάλογη με την βαρύτητα της νόσου και έχει προταθεί η χρήση της ως προγνωστικό κριτήριο. Μεταξύ όμως νοσούντων και υγιών παρατηρείται βαθμός υπερκάλυψης των τιμών. Η αύξηση της CPK αποδίδεται στην διαφυγή του ενζύμου από τις μυϊκές ίνες εξαιτίας της βλάβης της μεμβράνης από την τετανική τοξίνη. Υπέρ αυτής της άποψης συνηγορεί η παρατήρηση ότι οι τιμές της CPK αυξάνονται πριν την εμφάνιση των σπασμών των μυών.
Αύξηση της CPK παρατηρείται και σε άλλες καταστάσεις, και συνήθως μετά την παρατεταμένη άσκηση καθώς και σε μυϊκή δυστροφία, σε μυοπάθειες, σε νεκρώσεις μυϊκών μαζών, (π.χ εμφράγματος του μυοκαρδίου) και κακώσεων των μυών.
Κατά την ηλεκτροφόρηση των λευκωμάτων του ορού αίματος, συχνά ανευρίσκεται αύξηση των α2 και γ-σφαιρινών και μείωση των α1 και β –σφαιρινών.
Οι κατεχολαμίνες σε βαριά περιστατικά αυξάνονται, τόσο στο αίμα όσο και στα ούρα.
Σε βαριές περιπτώσεις λόγω υποαερισμού των πνευμόνων (σπασμοί, μυοπάθεια, νάρκωση, πνευμονικές επιπλοκές) ανευρίσκονται υποξαιμία και υπερκαπνία. Σε βαριά υποξεία η  αναπνευστική οξέωση επιπλέκεται με μεταβολική οξέωση. Επειδή οι διαταραχές στην ανταλλαγή των αερίων, σε βαριές περιπτώσεις ποτέ δεν λείπουν, συνιστάται η προληπτική εφαρμογή μηχανικής αναπνοής σε όλα τα νοσούντα νεογνά και στους υπερήλικες.
Το εγκεφαλονωτιαίο υγρό εξέρχεται με αυξημένη τάση, είναι όμως φυσιολογικό στην σύσταση.
Η εργαστηριακή απομόνωση του κλωστηριδίου από την θύρα εισόδου είναι πολύ δύσκολη, απαιτεί ειδική τεχνητή καλλιέργεια και αυστηρά αναερόβιες συνθήκες. Η άμεση αναζήτηση του κλωστηριδίου  δεν στέφεται από επιτυχία αφού τα περισσότερα από αυτά, κατά τον χρόνο της εξετάσεως, έχουν φαγοκυτταρωθεί ή έχουν εγκατασταθεί στους διάμεσους ιστούς όπου δύσκολα ανευρίσκονται. Κατά την μικροσκοπική αναζήτηση του κλωστηριδίου μέσα στους ιστούς, χρησιμοποιείται η τεχνική της φθορίζουσας αντιτοξίνης. Μεγαλύτερο ποσοστό θετικών αποτελεσμάτων επιτυγχάνεται με εμβολιασμό του ύποπτου υλικού στα ποντίκια ή σε ινδόχοιρους. Ο εμβολιασμός γίνεται στα οπίσθια άκρα του πειραματόζωου. Τα πειραματόζωα παρακολουθούνται για μία εβδομάδα, συνήθως όμως μέσα σε 12 ώρες μετά τον ενοφθαλμισμό εμφανίζουν τα πρώτα σημεία προσβολής της νόσου.