Πως θεραπεύεται ο τέτανος.



Ο τέτανος  είναι  μία απειλητική για την ζωή ασθένεια. Απαιτεί την άμεση εισαγωγή του ασθενή στο νοσοκομείο. Η αντιμετώπιση αποτελείται από δύο κύρια βήματα. Κατ’ αρχάς στον ασθενή δίνονται αντιβιοτικά για την καταπολέμηση των βακτηριδίων. Δεύτερον, γίνεται έγχυση αντιτοξίνης η οποία αντιδρά και εξουδετερώνει την βακτηριακή τοξίνη. Στους ασθενείς χορηγούνται φάρμακα για τον έλεγχο των σπασμών. Σε βαριές περιπτώσεις χρησιμοποιείται και ο τεχνητός αναπνευστήρας. Για την πλήρη αποκατάσταση συνήθως χρειάζονται έξι εβδομάδες ή περισσότερο. Όταν ο ασθενής αναρρώσει πλήρως πρέπει να κάνει το εμβόλιο κατά του τετάνου γιατί όπως αναφέρθηκε ο τέτανος δεν αφήνει ανοσία και είναι δυνατή η επαναμόλυνση.
Αναλυτικότερα:

Ποιές είναι οι επιπλοκές του τετάνου.


Παρατηρούνται ως επί το πλείστον στις βαριές και βαρύτατες μορφές.
Κατά συστήματα, αυτές είναι οι εξής:

Παράγοντες πρόγνωσης

Φύλο, βαρύτητα της νόσου και θνητότητα

Τόπος τοκετού, καταγωγή και θνητότητα

Βάρος γεννήσεως, αρχικό σύμπτωμα και θνητότητα

Χρόνος επώασης, βαρύτητα της νόσου και θνητότητα

Χρόνος εισβολής και θνητότητα

Πυρετός υποθερμία και θνητότητα

Κύρια συμπτώματα και θνητότητα

Βαρύτητα και διάρκεια κυρίων συμπτωμάτων-θνητότητα

Λευκά αιμοσφαίρια αίματος και θνητότητα

Αιτίες θανάτου-επιπλοκές και θνητότητα



Εξέλιξη και πρόγνωση της νόσου του Τετάνου

Σε ελαφριές περιπτώσεις οι παροξυσμοί του τετάνου προοδευτικά μειώνονται ως προς την συχνότητα και την ένταση και μετά από αρκετές εβδομάδες εξαφανίζονται. Η σπαστικότητα υποχωρεί και αυτή προοδευτικά, με τελευταία συνήθως την υποχώρηση της συσπάσεως των μασητήρων.

Διάγνωση της νόσου του Τετάνου

Η διάγνωση της νόσου είναι δυνατό να γίνει από τα κλινικά συμπτώματα και από το ιστορικό του ασθενή. Η μικροβιολογική διάγνωση της νόσου είναι συνήθως δύσκολη, δε μπορεί να προσφέρει ουσιαστική βοήθεια και αυτό γιατί σπάνια μόνο επιτυγχάνει την απομόνωση του κλωστηριδίου από τη θύρα εισόδου του και επίσης δε μπορεί να προσδιορίσει το ποσό της παραγόμενης ΤΤ. Καταβάλλεται πάντως προσπάθεια για την ανεύρεση των χαρακτηριστικών κλωστηριδίων σε παρασκευάσματα από το τραύμα για να γίνει η απομόνωση αυτών με αναερόβια καλλιέργεια.

Εργαστηριακά ευρήματα τετάνου



ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ


Αίμα: Τα λευκά αιμοσφαίρια βρίσκονται συνήθως ελαφρώς αυξημένα. Μεγάλη αύξηση παρατηρείται μόνο σε δευτερογενείς λοιμώξεις. Τα ερυθρά αιμοσφαίρια και η αιμοσφαιρίνη είναι ελαφρώς μειωμένα.
Η ΤΚΕ (ταχύτητα καθιζήσεως των ερυθρών) αυξάνεται σε επιπλοκές.
 Οι τιμές της ουρίας και σπανιότερα της γλυκόζης του αίματος, είναι αυξημένες σε βαριές μορφές.
Οι τρανσαμινάσες αυξάνονται μόνο σε βαριές περιπτώσεις.
Η δραστικότητα της χολινεστεράσης στον ορό είναι ελαττωμένη και σε βαριές περιπτώσεις πλήρως καταργημένη. Η μείωση αποδίδεται στην ανασταλτική δράση της τετανικής τοξίνης στην χολινεστεράση.
Η CPK (κρεατινοφωσφοκινάση) αυξάνεται στο αίμα, αλλά και στα ούρα, σε όλους σχεδόν τους ασθενείς. Τιμές ορού πάνω από 2,97 mu/l συνηγορούν υπέρ τετάνου. Η αύξηση είναι  ανάλογη με την βαρύτητα της νόσου και έχει προταθεί η χρήση της ως προγνωστικό κριτήριο. Μεταξύ όμως νοσούντων και υγιών παρατηρείται βαθμός υπερκάλυψης των τιμών. Η αύξηση της CPK αποδίδεται στην διαφυγή του ενζύμου από τις μυϊκές ίνες εξαιτίας της βλάβης της μεμβράνης από την τετανική τοξίνη. Υπέρ αυτής της άποψης συνηγορεί η παρατήρηση ότι οι τιμές της CPK αυξάνονται πριν την εμφάνιση των σπασμών των μυών.
Αύξηση της CPK παρατηρείται και σε άλλες καταστάσεις, και συνήθως μετά την παρατεταμένη άσκηση καθώς και σε μυϊκή δυστροφία, σε μυοπάθειες, σε νεκρώσεις μυϊκών μαζών, (π.χ εμφράγματος του μυοκαρδίου) και κακώσεων των μυών.
Κατά την ηλεκτροφόρηση των λευκωμάτων του ορού αίματος, συχνά ανευρίσκεται αύξηση των α2 και γ-σφαιρινών και μείωση των α1 και β –σφαιρινών.
Οι κατεχολαμίνες σε βαριά περιστατικά αυξάνονται, τόσο στο αίμα όσο και στα ούρα.
Σε βαριές περιπτώσεις λόγω υποαερισμού των πνευμόνων (σπασμοί, μυοπάθεια, νάρκωση, πνευμονικές επιπλοκές) ανευρίσκονται υποξαιμία και υπερκαπνία. Σε βαριά υποξεία η  αναπνευστική οξέωση επιπλέκεται με μεταβολική οξέωση. Επειδή οι διαταραχές στην ανταλλαγή των αερίων, σε βαριές περιπτώσεις ποτέ δεν λείπουν, συνιστάται η προληπτική εφαρμογή μηχανικής αναπνοής σε όλα τα νοσούντα νεογνά και στους υπερήλικες.
Το εγκεφαλονωτιαίο υγρό εξέρχεται με αυξημένη τάση, είναι όμως φυσιολογικό στην σύσταση.
Η εργαστηριακή απομόνωση του κλωστηριδίου από την θύρα εισόδου είναι πολύ δύσκολη, απαιτεί ειδική τεχνητή καλλιέργεια και αυστηρά αναερόβιες συνθήκες. Η άμεση αναζήτηση του κλωστηριδίου  δεν στέφεται από επιτυχία αφού τα περισσότερα από αυτά, κατά τον χρόνο της εξετάσεως, έχουν φαγοκυτταρωθεί ή έχουν εγκατασταθεί στους διάμεσους ιστούς όπου δύσκολα ανευρίσκονται. Κατά την μικροσκοπική αναζήτηση του κλωστηριδίου μέσα στους ιστούς, χρησιμοποιείται η τεχνική της φθορίζουσας αντιτοξίνης. Μεγαλύτερο ποσοστό θετικών αποτελεσμάτων επιτυγχάνεται με εμβολιασμό του ύποπτου υλικού στα ποντίκια ή σε ινδόχοιρους. Ο εμβολιασμός γίνεται στα οπίσθια άκρα του πειραματόζωου. Τα πειραματόζωα παρακολουθούνται για μία εβδομάδα, συνήθως όμως μέσα σε 12 ώρες μετά τον ενοφθαλμισμό εμφανίζουν τα πρώτα σημεία προσβολής της νόσου.