Εξέλιξη και πρόγνωση της νόσου του Τετάνου

Σε ελαφριές περιπτώσεις οι παροξυσμοί του τετάνου προοδευτικά μειώνονται ως προς την συχνότητα και την ένταση και μετά από αρκετές εβδομάδες εξαφανίζονται. Η σπαστικότητα υποχωρεί και αυτή προοδευτικά, με τελευταία συνήθως την υποχώρηση της συσπάσεως των μασητήρων.



Γενικά η θνησιμότητα είναι αμελητέα και οι ασθενείς μέσα σε 3-4 εβδομάδες αναρρώνουν πλήρως. Σε βαριές περιπτώσεις η εξέλιξη μπορεί να είναι ταχύτατη και ο ασθενής να καταλήξει μέσα σε 1-2 μέρες. Γενικά οι θάνατοι συμβαίνουν κυρίως μέσα στις 10 πρώτες ημέρες, και συνήθως οφείλονται σε ασφυξία, η οποία προκαλείται από τον έντονο σπασμό των αναπνευστικών μυών ή των μυών του λάρυγγα. Άλλα συχνά αίτια θανάτου είναι η βρογχοπνευμονία, ο πνιγμός από εισρόφηση εκκριμάτων ή εμεσμάτων, η πνευμονική εμβολή, οι επιπλοκές από το κυκλοφορικό (καρδιακή ανακοπή, εγκεφαλικά επεισόδια κ.α), η παράλυση των κέντρων του προμήκους (αναπνευστικού και κυκλοφορικού) λόγω της άμεσης τοξικής δράσης σε αυτά της τετανικής τοξίνης, η σηψαιμία (συνήθως από Gram αρνητικούς μικροοργανισμούς) κλπ. Από τους σπασμούς μερικές φορές προκαλούνται πιεστικά κατάγματα των σωμάτων των σπονδύλων, τα οποία διαπιστώνονται με ακτινολογική εξέταση.
Η βαρύτητα της νόσου είναι αντιστρόφως ανάλογη με την διάρκεια της επώασης αυτής. Σε σύντομη επώαση, κάτω των δέκα ημερών η νόσος είναι βαριά και συνήθως θανατηφόρα λόγω της αναπνευστικής δυσχέρειας ή και της επιπρόσθετης βρογχοπνευμονίας. Σε καταστάσεις υπερπυρεξίας η πρόγνωση είναι βαριά. Πολύ βαρύτερη είναι η πρόγνωση του τετάνου των νεογνών, του οποίου συνήθως η εξέλιξη είναι δυσμενής.
Οι ασθενείς που αναρρώνουν από βαριά μορφή τετάνου είναι εξαντλημένοι, παρουσιάζουν σημαντική απώλεια βάρους και μεγάλη μυϊκή αδυναμία, συνοδευόμενη από μυϊκές ατροφίες ή μυϊκές συσπάσεις. Η πλήρης αποκατάσταση της υγείας τους είναι δυνατόν να απαιτήσει και αρκετούς μήνες. Σε μερικές περιπτώσεις είναι δυνατόν να παρατηρούνται για περισσότερο από ένα έτος παθολογικά ηλεκτροεγκεφαλογραφικά ευρήματα, ορθοστατική υπόταση, καθώς και άλλες διαταραχές από το φυτικό νευρικό σύστημα, ψυχικές διαταραχές και διανοητική έκπτωση.

Πρόγνωση τετάνου

Η πρόγνωση της νόσου παρόλο που σε σχέση με παλαιότερες εποχές έχει βελτιωθεί, ακόμη παραμένει βαριά.
Η θνητότητα παλιά πριν την εισαγωγή της οροθεραπείας ανερχόταν στο 85%. Η συλλογή παρατηρήσεων, η αύξηση των γνώσεων σχετικά με τη νόσο και η βελτίωση της θεραπείας των βαριά πασχόντων, κατέστησαν δυνατή τη μείωση της θνητότητας στο 40-50%. Η νοσηλεία ασθενών με βαριά μορφή της νόσου, σε εξειδικευμένες μονάδες ανανήψεως κατόρθωσε να μειώσει το ποσοστό αυτό στο 10-20%. Σχεδόν όλοι οι θάνατοι συμβαίνουν εντός των πρώτων 10 ημερών. Ασθενείς που υπερβαίνουν αυτό το χρονικό διάστημα έχουν πολλές πιθανότητες επιβίωσης.
Οι κυριότεροι παράγοντες που επηρεάζουν την πρόγνωση είναι η δυνατότητα εφαρμογής ορθής θεραπευτικής αγωγής, η ηλικία του ασθενή, ο χρόνος επώασης, ο χρόνος εισβολής, ο βαθμός ενεργητικής ή παθητικής ανοσοποίησης, το ύψος της πυρετικής κίνησης, η τυχόν ύπαρξη ταχυκαρδίας, η ύπαρξη ή μη αντανακλαστικών γενικευμένων σπασμών, η πύλη εισόδου, οι τυχόν επιπλοκές, οι προϋπάρχουσες νόσοι, η έγκαιρη έναρξη θεραπείας κ. α.

Για την ταξινόμηση της νόσου σε μορφές ανάλογα με τη βαρύτητα, επιτεύχθηκε βελτίωση στην ακρίβεια πρόγνωσης. Το σύστημα ταξινόμησης κατά Cole και Youngman χάρη στην απλότητά του, χρησιμοποιείται συχνότερα. Κατά το σύστημα αυτό στο οποίο χρησιμοποιούνται ως πλέον αξιόλογα προγνωστικά κριτήρια , ο χρόνος επώασης και ο χρόνος εισβολής, διακρίνονται τρεις μορφές νόσου, η ήπια , η βαριά και η βαρύτατη. Η θνητότητα επί της ήπιας μορφής της νόσου κυμαίνεται στο 1%, επί της βαριάς στο 10% και επί της βαρύτατης μεταξύ 50-89%.

Ως χρόνος εισβολής χαρακτηρίζεται το παρεμβαλλόμενο χρονικό διάστημα μεταξύ της εκδήλωσης των πρώτων συμπτωμάτων της νόσου και της εμφάνισης των πρώτων γενικευμένων αντανακλαστικών σπασμών.Όπως γίνεται αντιληπτό ο χρόνος αυτός παριστά μέτρο της ταχύτητας επιδείνωσης της νόσου και ως επί το πλείστον συμπίπτει με το χρόνο καθυστέρησης έναρξης της θεραπείας. Σε σχέση προς το χρόνο επώασης, ο χρόνος εισβολής αποδείχθηκε ότι έχει μεγαλύτερη προγνωστική αξία. Πάντως τόσο ο χρόνος επώασης όσο και ο χρόνος εισβολής συνήθως είναι βραχύτεροι σε βαριές περιπτώσεις και μακριότεροι σε ήπιες περιπτώσεις της νόσου. Γενικώς βαρύτερη πρόγνωση εμφανίζουν οι μικρές ηλικίας ασθενείς και ιδιαίτερα τα νεογνά καθώς επίσης και οι υπερήλικες. Η θνητότητα επί του νεογνικού τετάνου κυμαίνεται μεταξύ 25-89%. Ασθενείς άνω των 50 ετών παρουσιάζουν θνητότητα 50-60%. Φαίνεται πάντως ότι κατά τα τελευταία έτη η πρόγνωση έχει βελτιωθεί σημαντικά μέσω της νοσηλείας των βαρέων μορφών της νόσου σε μονάδες ανάνηψης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου