Διάγνωση της νόσου του Τετάνου

Η διάγνωση της νόσου είναι δυνατό να γίνει από τα κλινικά συμπτώματα και από το ιστορικό του ασθενή. Η μικροβιολογική διάγνωση της νόσου είναι συνήθως δύσκολη, δε μπορεί να προσφέρει ουσιαστική βοήθεια και αυτό γιατί σπάνια μόνο επιτυγχάνει την απομόνωση του κλωστηριδίου από τη θύρα εισόδου του και επίσης δε μπορεί να προσδιορίσει το ποσό της παραγόμενης ΤΤ. Καταβάλλεται πάντως προσπάθεια για την ανεύρεση των χαρακτηριστικών κλωστηριδίων σε παρασκευάσματα από το τραύμα για να γίνει η απομόνωση αυτών με αναερόβια καλλιέργεια.



Η διάγνωση του τετάνου είναι προφανής σε προηγμένες περιπτώσεις εντούτοις, η επιτυχής θεραπεία εξαρτάται από την έγκαιρη διάγνωση προτού ένα θανατηφόρο ποσό τοξίνης να γίνει σταθερό στο νευρικό ιστό. Ο ασθενής πρέπει να θεραπευθεί σε κλινική βάση χωρίς την αναμονή των εργαστηριακών στοιχείων. Το C tetani μπορεί να ανακτηθεί από την πληγή μόνο για το ένα τρίτο των περιπτώσεων, και μια πληγή δεν είναι ακόμα εμφανής σε 10 --20% των περιπτώσεων. Είναι σημαντικό για το νοσοκομειακό γιατρό να γνωρίσει ότι οι toxigenic πιέσεις του C tetani μπορούν να αυξηθούν ενεργά στην πληγή ενός ανοσοποιημένου προσώπου, αλλά η παρουσία antitoxin αντισωμάτων αποτρέπει την έναρξη του τετάνου. Τα πολυάριθμα σύνδρομα, συμπεριλαμβανομένης της λύσσας και της μηνιγγίτιδας, έχουν τα συμπτώματα παρόμοια με εκείνα του τετάνου και πρέπει να εξεταστούν στη διαφορική διάγνωση. Η κατάποση του strychnine (που βρίσκεται στο δηλητήριο αρουραίων) μπορεί να προκαλέσει τα συμπτώματα που μοιάζουν πολύ με εκείνα του γενικευμένου τετάνου. Σε αρχόμενο τέτανο, όταν τα συμπτώματα είναι ήπια, η διάγνωση συναντά συχνά δυσκολίες και απαιτεί ειδική πείρα από το γιατρό. Σε αυτές τις περιπτώσεις η ανεύρεση τρυσμού, ο οποίος αποτελεί το σταθερότερο σύμπτωμα, διευκολύνει σημαντικά τη διάγνωση.

Διαφορική διάγνωση

Η διαφορική διάγνωση πρέπει πρώτα να γίνει από τετανία, λύσσα και δηλητηρίαση από στρυχνίνη και κατά δεύτερο λόγο από επιληψία, εγκεφαλίτιδα, εγκεφαλικό επεισόδιο, μηνιγγίτιδα, επώδυνες παθήσεις των μασητήρων, εξωπυραμιδικά σύνδρομα, παραλύσεις εγκεφαλικών νεύρων και υστερία. Στην τετανία ελλείπει ο τρυσμός των δοντιών, οι δε υπάρχοντες μυϊκοί σπασμοί αφορούν κυρίως τα άκρα, όπου και είναι δυνατόν να παραχθούν από την πίεση των αντίστοιχων νεύρων. Την διάγνωση υποβοηθάει και η διαπίστωση επί τετανίας η υπασβεστιαιμία. Οι περισσότεροι από τους ασθενείς της τετανίας έχουν υποβληθεί πρόσφατα σε θυρεοειδεκτομή. Η αναπνευστική τετανία, καθώς και οι υπόλοιπες μορφές αυτής, οι οποίες δεν συνοδεύονται από υπασβεστιαιμία, κατά κανόνα δεν παρουσιάζουν πρόβλημα διαφορικής διάγνωσης. Στη λύσσα λείπει ο σπασμός των μασητήρων, ο σπασμός των φαρυγγικών και λαρυγγικών μυών είναι συνεχής, οι σπασμοί δεν είναι τονικοί αλλά κλονικοί, διαλείποντες. Παρατηρείται έντονη διέγερση, το ΕΝΥ παρουσιάζει αύξηση των κυττάρων του, στο ιστορικό του ασθενή αναφέρεται συνήθως δήγμα (δάγκωμα) σκύλου ή άλλου ζώου. Συνήθως επέρχεται απότομα εγκεφαλική αιμορραγία που πολλές φορές είναι συνέπεια κακώσεων και χαρακτηρίζεται από απώλεια της συνείδησης, καθολικός ή τοπικός σπασμός, παραλύσεων και λοιπών χαρακτηριστικών φαινομένων. Διάφορες τοπικές παθήσεις της στοματοφαρυγγικής περιοχής, όπως εξελκώσεις του στόματος, οπισθοφαρυγγικό απόστημα, τραχιλική αδενίτιδα, προκαλούν δυσχέρεια στην διάνοιξη του στόματος και εύκολα γίνεται η διάγνωσή τους. Σε νεογνικό τέτανο, η διαφορική διάγνωση γίνεται κυρίως από τη μηνιγγίτιδα, την τετανία, την εγκεφαλική αιμορραγία και το σκλήρημα. Σε σκλήρημα του νεογνού η δυσκαμψία των άκρων που παρατηρείται πολλές φορές και η αδυναμία διανοίξεως του στόματος εξηγούνται εύκολα από την πάχυνση και την σκλήρυνση του δέρματος και του υποδόριου ιστού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου