Ποιές είναι οι επιπλοκές του τετάνου.


Παρατηρούνται ως επί το πλείστον στις βαριές και βαρύτατες μορφές.
Κατά συστήματα, αυτές είναι οι εξής:


  1. Από το αναπνευστικό σύστημα παρατηρούνται βρογχίτιδες, ατελεκτασίες, βρογχοπνευμονίες.  Η υπερτονία των αναπνευστικών μυών και ιδιαίτερα των επικουρικών, προκαλεί δυσχέρεια στην αποβολή των βρογχικών εκκρίσεων και έτσι εμφανίζονται οι παραπάνω επιπλοκές. Οι επιπλοκές αυτές επιδεινώνουν την υπάρχουσα διαταραχή που υπάρχει στην ανταλλαγή των αερίων και επιβαρύνουν σημαντικά την πρόγνωση της νόσου. Οι μικροοργανισμοί που απομονώνονται είναι συνήθως κατά Gram αρνητικοί. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε περιπτώσεις στις οποίες χρησιμοποιείται αναπνευστήρας. Τα αντιβιογράμματα προσφέρουν σημαντική βοήθεια, λαμβάνονται όμως υπόψη μετά από περίσκεψη, αφού ο  μικροοργανισμός  που απομονώθηκε δεν είναι απαραίτητα πάντοτε και ο υπεύθυνος της επιπλοκής.
  2. Από το κυκλοφορικό σύστημα αναφέρονται φλεβοκομβική ταχυκαρδία, σπανιότερα βραδυκαρδία, διάφορες αρρυθμίες, υπέρταση, αγγειοσπασμός στο δέρμα, κυκλοφορική καταπληξία, φλεβοθρόμβωση, πνευμονική εμβολή και καρδιακή ανακοπή.
    Α) Αιφνίδια ασυστολία της καρδιάς. Αυτή συνήθως προαναγγέλλεται από αιφνίδια μεταβολή της αρτηριακής πίεσης . Ώς επί το πλείστον απαντά καλά στα συνήθη θεραπευτικά μέσα (εξωτερική μάλαξη καρδιάς, ενδοκαρδιακή ένεση 2 ml διαλύματος 1:10.000 επινεφριδίνης  και 4 ml διαλύματος 10% χλωριούχο ασβέστιο.
    Β) Κοιλιακή μαρμαρυγή. Συνήθως προυπάρχει υπόξαιμία. Η άρση της υποξαιμίας αποτελεί βασική προϋπόθεση για κάθε θεραπευτική προσπάθεια ανάταξης της μαρμαρυγής (διττανθρακικά, απινίδωση, καρδιακή μάλαξη).
    Γ) Αιφνίδια μηχανική ασυστολία, ενώ η ηλεκτρική συστολή διατηρείται κανονική. Δεν υπακούει σε κανένα θεραπευτικό μέσο.
  3. Εκ του κινητικού συστήματος παρατηρούνται ρήξεις ή βραχύνσεις  των μυών, καθώς και κατάγματα οστών που αφορούν κυρίως τους σπονδύλους. Τα κατάγματα εντοπίζονται συνήθως στην περιοχή του 6ου θωρακικού σπονδύλου και κατά δεύτερο λόγο στην αυχενική μοίρα της σπονδυλικής στήλης. Τα κατάγματα προκαλούν διαφόρου βαθμού παραμορφώσεις της σπονδυλικής στήλης, από τις οποίες η πιο συνηθισμένη είναι η κύφωση στην θωρακική μοίρα στην περιοχή του θ6 σπονδύλου. Η κύφωση είναι δυνατόν να εμφανιστεί όψιμα, ακόμα και μετά την πάροδο 4-5 ετών. Τα κατάγματα αυτά είναι συνήθως ανώδυνα και αποκαλύπτονται μόνο μετά από ακτινολογικό έλεγχο.
    Στις αρθρώσεις είναι δυνατόν να εμφανισθεί δυσκαμψία ή αγκύλωση. Παρατηρούνται επίσης οστεώματα άγνωστης αιτιολογίας. Αυτά εντοπίζονται συνήθως στην άρθρωση του αγκώνα, αλλά αρκετά συχνά και στην άρθρωση του ώμου. Ο ασθενής εμφανίζει διαφόρου βαθμού μυϊκή  αδυναμία που οφείλεται στην υποθρεψία, στην μυϊκή ατροφία που προκαλείται από την παρατεταμένη κατάκλιση και στην μυοπάθεια. Η μυοπάθεια αποδίδεται στην άμεση τοξική επίδραση της τετανικής τοξίνης στους μύες ή πιθανώς στην μη κεκαθαρμένη μορφή του κλάσματος NSP. Εμφανίζεται συνήθως κατά την ανάρρωση και προσβάλλει όλους τους μυς και τους αναπνευστικούς. Εκδηλώνεται με αίσθημα μυϊκής καταβολής και μυϊκής αδυναμίας, πολλές φορές τόσο έντονα, ώστε ο ασθενής μετά την αποσύνδεση από τον αναπνευστήρα να μην μπορεί να διατηρήσει επαρκή αερισμό των πνευμόνων, ούτε και να βήξει για να αποβάλλει τα εκκρίματα από τους βρόγχους.
  4. Από το ουροποιογεννητικό σύστημα. Η επίσχεση των ούρων και ο καθετηριασμός της ουροδόχου κύστεως συχνά ακολουθούνται από ουρολοιμώξεις.
    Στις εγκύους είναι δυνατόν εξαιτίας των έντονων σπασμών να προκληθεί αποβολή ή πρόωρος τοκετός. Στην προκειμένη περίπτωση τα νεογνά δεν εμφανίζουν συμπτώματα τετάνου.
  5. Στο πεπτικό σύστημα εμφανίζεται ατονία και διάταση του στομάχου και των εντέρων που μπορούν να προκαλέσουν μέχρι παραλυτικό ειλεό. Η παθογένεια παραμένει αδιευκρίνιστη. Παρατηρούνται επίσης γαστρορραγίες και δυσκοιλιότητα.
  6. Στο νευρικό σύστημα αναφέρονται κατά το στάδιο της ανάρρωσης, ευερεθιστότητα, διαταραχές του ύπνου, σπασμοί, μυοκλονίες  και μείωση της γενετήσιου ορμής
  7. Στο καλυπτήριο σύστημα έχουμε κατακλίσεις καθώς και εμφάνιση αλλεργικών εξανθημάτων, που εμφανίζονται 1-4 εβδομάδες μετά την χορήγηση ετερολόγου ορού.
  8. Στο αίμα  αναφέρεται αιμορραγική διάθεση με θρομβοπενία, υποπροθρομβιναιμία και έλλειψη παραγόντων V και X.
    Κατά την 3η και 4η  εβδομάδα της νόσου παρατηρήθηκε μεταβολική αλκάλωση. Αυτή οφείλεται σε υπεραλδοστερονισμό και υποχώρησε με την χορήγηση σπειρονολακτόνης. Με αυτόν τον τρόπο παρατηρήθηκε κατακράτηση Να++ και αύξηση αποβολής Κ+. Η αλκάλωση που προκύπτει και η υποκαλιαιμία ευνοούν την εμφάνιση αρρυθμιών και επιδεινώνουν την μυϊκή αδυναμία.
    Επιπλέον οι μικροβιακές επιπλοκές από το αναπνευστικό και το ουροποιογεννητικό σύστημα, συχνά αποτελεί αφετηρία βαρύτατων σηψαιμιών που οφείλονται σε Gram αρνητικούς μικροοργανισμούς (πρωτείς ψευδομονάδες, κολοβακτηρίδια κα)




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου