Πως θεραπεύεται ο τέτανος.



Ο τέτανος  είναι  μία απειλητική για την ζωή ασθένεια. Απαιτεί την άμεση εισαγωγή του ασθενή στο νοσοκομείο. Η αντιμετώπιση αποτελείται από δύο κύρια βήματα. Κατ’ αρχάς στον ασθενή δίνονται αντιβιοτικά για την καταπολέμηση των βακτηριδίων. Δεύτερον, γίνεται έγχυση αντιτοξίνης η οποία αντιδρά και εξουδετερώνει την βακτηριακή τοξίνη. Στους ασθενείς χορηγούνται φάρμακα για τον έλεγχο των σπασμών. Σε βαριές περιπτώσεις χρησιμοποιείται και ο τεχνητός αναπνευστήρας. Για την πλήρη αποκατάσταση συνήθως χρειάζονται έξι εβδομάδες ή περισσότερο. Όταν ο ασθενής αναρρώσει πλήρως πρέπει να κάνει το εμβόλιο κατά του τετάνου γιατί όπως αναφέρθηκε ο τέτανος δεν αφήνει ανοσία και είναι δυνατή η επαναμόλυνση.
Αναλυτικότερα:

Για την θεραπεία του τετάνου χορηγούνται μεγάλες δόσεις τετανικής αντιτοξίνης. Η χορήγηση της καθόλου δεν επιδρά με την ήδη συνδεδεμένη με τον νευρικό ιστό τοξίνη.
Για να είναι επιτυχημένη η θεραπεία του τετάνου πρέπει να είναι συστηματική και επιμελημένη και να αποφεύγονται οι υπερβολές και οι άσκοπες ενέργειες. Τα θεραπευτικά μέτρα εναντίον του τετάνου αποσκοπούν στην καταπολέμηση των σπασμών, την εξουδετέρωση της τυχόν ελεύθερης τετανοσπασμίνης και των βακτηριδίων του τετάνου, την διατήρηση ελευθέρων των αεροφόρων οδών, την καταπολέμηση των επιπρόσθετων λοιμώξεων και την διατήρηση της θρέψης του πάσχοντος σε καλή κατάσταση.
Ως εκ τούτου τα μέτρα κατατάσσονται σε:
1   .Καταπολέμηση των μυϊκών συσπάσεων. Ο ασθενής τοποθετείται σε ήσυχο, σκοτεινό δωμάτιο και περιορίζονται στο ελάχιστο τα ερεθίσματα που μπορούν να προκαλέσουν σπασμούς.
Για την ελάττωση των σπασμών χορηγούνται ηρεμιστικά όπως βαρβιτουρικά, παραλδεϋδη, χλωράλη, αβερτίνη, σε επαρκείς αλλά όχι υπερβολικές δόσεις, γιατί υπάρχει κίνδυνος της παραλύσεως του κέντρου της αναπνοής. Αυτά χορηγούνται κατά προτίμηση  από το στόμα ή από το ορθό. Μπορεί να χορηγηθεί και χλωροπρομαζίνη σε σχετικές μικρές δόσεις στα νεογνά, σε συνδυασμό συνήθως με βαρβιτουρικά  με καλά όπως αναφέρεται αποτελέσματα.
Μπορούμε να χορηγήσουμε και το θειικό μαγνήσιο σε δόση του 1 ml διαλύματος 50% κάθε 6 ώρες. Από τα μυοχαλαρωτικά φάρμακα μπορεί να χρησιμοποιηθεί  η mephenesin (Tolsenol, Lissephen Myanesin) ή το methylcarbonal (Robaxin).Τελευταίως χρησιμοποιείται και η διαζεπάμη (Valium) μόνη ή σε συνδιασμό με άλλα ηρεμιστικά και μυοχαλαρωτικά φάρμακα. Η  δόση των ηρεμιστικών και των μυοχαλαρωτικών προοδευτικά μειώνεται με την βελτίωση της κατάστασης.
Σε προσβολές άπνοιας σε νεογνά διακόπτεται η χορήγηση των ηρεμιστικών.
2.Αντιτοξική και αντιμικροβιακή θεραπεία. Χορηγούνται 50.000-200.000 u, ανάλογα με την ηλικία και την βαρύτητα της νόσου, αντιτετανικού ορού κατά προτίμηση ενδοφλεβίως και σε ανάγκη ενδομυικώς. Αντί του ορού ενίεται ενδομυικώς 250-1000 u αντιτετανικής άνοσου ανθρώπειου γάμμα σφαιρίνης. Η χορηγούμενη αντιτοξίνη δεν έχει καμία δράση έναντι της τετανικής τοξίνης που έχει δεμευθεί στο κεντρικό νευρικό σύστημα.
Η ενδοραχιαία έγχυση ορού αποφεύγεται για τον κίνδυνο βαριών αντιδράσεων.
Στην περιοχή του τραύματος μπορεί να γίνει έγχυση 5.000-10.000 u ορού.
Τοπικά γίνεται προσεκτικός καθαρισμός του τραύματος και απομάκρυνση των ξένων ουσιών και των νεκρωμένων ιστών. Η ευρεία διάνοιξη του τραύματος συνήθως αποφεύγεται.
Από τα αντιμικροβιακά φάρμακα χορηγείται πενικιλλίνη, η οποία δρα εναντίων του κλωστηριδίου του τετάνου, χωρίς όμως να εξουδετερώνει την εξωτοξίνη αυτού. Η πενικιλλλίνη αναστέλλει την περαιτέρω ανάπτυξη του κλωστηριδίου και την παραγωγή τετανικής τοξίνης. Αυτή χορηγείται και για την πρόληψη επιπρόσθετων λοιμώξεων του αναπνευστικού, εναντίων των οποίων μπορούν να χορηγηθούν και άλλα αντιμικροβιακά φάρμακα όπως η ερυθρομυκίνη κυρίως σε περιπτώσεις όπου το άτομο είναι αλλεργικό στην πενικιλλίνη. Η πενικιλίνη συνήθως χορηγείται για να σκοτώσει τα μικρόβια αλλά μπορεί να μην είναι απαραίτητη η προσθήκη της στην θεραπεία.Αν και η πενικιλίνη ιστορικά είναι το φάρμακο εκλογής, υπάρχει η υποψία ότι μπορεί να έχει ανεπιθύμητο αποτέλεσμα, δρώντας συνεργικά με την τετανοσπασμίνη.Η Μετρονιδαζόλη  κατα την παρούσα περίοδο συνιστάται και υπάρχει κάποια ένδειξη ότι συσχετίζεται με βελτιωμένη πρόγνωση.


3.Διατήρηση ελευθέρων των αεροφόρων οδών. Όταν υπάρχει αναπνευστική δυσχέρεια από την άθροιση εκκρίσεων, ο ασθενής τοποθετείται με το κεφάλι χαμηλότερα από το υπόλοιπο σώμα και γίνεται συχνή αναρρόφηση των εκκρίσεων με ειδικό αναρροφητήρα.
Σε λαρυγγική απόφραξη λόγω σπασμών των μυών του λάρυγγα ή λόγω άφθονων εκκρίσεων από αδυναμία καταπόσεως, σε παρατεταμένους σπασμούς των αναπνευστικών μυών και σε κώμα, γίνεται τραχειοστομία. Η τραχειοστομία αποφεύγεται σε νεογνά και αντί για αυτήν γίνεται διασωλήνωση.
Η χορήγηση οξυγόνου υγροποιημένου στις περιπτώσεις αυτές ενδείκνυται. Σε βαριές περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί υπερβαρικό οξυγόνο. Πολλές φορές παρίσταται ανάγκη να χρησιμοποιηθεί τεχνητός πνεύμονας.

4. Διατροφή, χορήγηση υγρών και άλλων θρεπτικών ουσιών. Κατά τα αρχικά στάδια της νόσου η από του στόματος σίτιση αποφεύγεται, γιατί υπάρχει κίνδυνος εισροφήσεως. Με συνεχή ενδοφλέβια g-a-g συσκευή χορηγούνται νερό, ηλεκτρολύτες, γλυκόζη, αμινοξέα, βιταμίνες ανάλογα με τις ανάγκες του οργανισμού σε θερμίδες και θρεπτικές ουσίες. Από αυτήν την οδό είναι δυνατόν να χορηγηθούν και ορισμένα φάρμακα, όπως ο αντιτετανικός ορός, τα αντιβιοτικά, και ορισμένα ηρεμιστικά.  Η επαρκής θρεπτική υποστήριξη πρέπει να παρασχεθεί και πρέπει να θεωρήσει ότι οι θρεπτικές ανάγκες του ασθενή είναι εξαιρετικά μεγάλες.
Ο τέτανος μετά την αποδρομή του δεν αφήνει ανοσία, και γι’αυτό συνιστάται η διενέργεια αντιτετανικού εμβολίου μετά την αποδρομή της νόσου.

 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου