Όταν στην εστία του
τραύματος που έχουν εμβολιαστεί οι σπόροι του κλωστηριδίου, επικρατήσουν οι
κατάλληλες συνθήκες, (δηλαδή η ύπαρξη νεκρωθέντων ιστών, πυογόνων
μικροοργανισμών και χαμηλό οξειδοαναγωγικό δυναμικό)οι σπόροι αφυπνίζονται και
βλαστάνουν προς κλωστηρίδια, τα οποία παράγουν την τετανοσπασμίνη, τετανολυσίνη
και το κλάσμα NSP
(non spasmogenic principle).
Απαραίτητος προϋπόθεση για
την παραγωγή της τοξίνης είναι η βλάστηση των σπόρων καθόσον, όπως είναι
γνωστό, η τετανική τοξίνη παράγεται μόνο από τις βλαστικές μορφές του
κλωστηριδίου.
Στο σημείο
αυτό θα ήταν χρήσιμο αναφερθούμε στην έννοια των τοξινών και στην διάκριση
αυτών σε εξωτοξίνες και ενδοτοξίνες. Οι τοξίνες είναι συστατικά ή προϊόντα
ορισμένων μικροοργανισμών τα οποία συμβάλλουν στην λοιμογόνο δύναμή τους. Τις
τοξίνες τις διακρίνουμε σε εξωτοξίνες και σε ενδοτοξίνες. Οι εξωτοξίνες παράγονται
από τον μικροοργανισμό κατά την διάρκεια της ζωής του και απελευθερώνονται
διαχεόμενοι στο περιβάλλον του θρεπτικού υλικού. Οι ενδοτοξίνες αντιθέτως
παραμένουν στο σώμα του μικροοργανισμού και απελευθερώνονται μετά τον θάνατο
και την αυτόλυση του μικροβιακού κυττάρου.
Οι όροι
<<εξωτοξίνη >> και <<ενδοτοξίνη>> δεν αποδίδουν ακριβώς
την φύση των ουσιών αυτών, διότι σήμερα είναι γνωστό ότι οι τοξίνες είναι
συνδεδεμένες προς το μικροβιακό σώμα
κατά την ανάπτυξη του μικροβίου και απελευθερώνονται μόνο μετά τον θάνατο και
την λύση του. Πάντως οι όροι αυτοί χρησιμοποιούνται ακόμη ευρύτατα και διότι οι
δύο αυτές ουσίες έχουν διαφορετική χημική σύσταση.
Το κύριο
χαρακτηριστικό το οποίο διακρίνει τις
εξωτοξίνες από τις ενδοτοξίνες είναι ότι οι πρώτες είναι πρωτεΐνες ενώ οι
δεύτερες είναι σύμπλοκες ενώσεις που περιέχουν πολυσακχαρίτες
φωσφορολιπίδια και πρωτεΐνες.
ΕΞΩΤΟΞΙΝΕΣ
Μερικές εξωτοξίνες συνδέονται απόλυτα με την
νόσο την οποία προκαλεί ο μικροοργανισμός
in
vivo. Οι
εξωτοξίνες προκαλούν όλα τα συμπτώματα της νόσου και παράγονται μόνο από
λοιμογόνα στελέχη. Εξωτοξίνες οι οποίες
συνδέονται με την λοιμογόνο δύναμη του μικροβίου και προκαλούν τα ειδικά
συμπτώματα της νόσου είναι η αλλαντική η τετανική και η διφθεριτική τοξίνη.
Οι εξωτοξίνες
έχουν ειδικό τρόπο δράσεως. Όπως η αλλαντική και η τετανική εξωτοξίνη
προσβάλλουν τα κύτταρα του νευρικού συστήματος τετανική εξωτοξίνη δρα επί των
κινητικών κυττάρων του εγκεφαλονωτιαίου άξονα παρεμποδίζοντας τις φυσιολογικές
αναστολές των κινητικών ώσεων. Έτσι προκαλούνται οι σπασμοί.
Η αλλαντική
τοξίνη είναι το ισχυρότερο γνωστό δηλητήριο.
Ένεση
εξωτοξίνης σε πειραματόζωο προκαλεί τον σχηματισμό αντισώματος το οποίο
καλείται αντιτοξίνη. Η αντιτοξίνη εξουδετερώνει την τοξίνη κατά τον νόμο των
πολλαπλών αναλογιών.
Η εξωτοξίνη
που έχει χάσει την τοξική της δράση αλλά διατηρεί την αντιγονική της ιδιότητα
ονομάζεται τοξινοειδές ή ατοξίνη. Η μετατροπή αυτή μπορεί να επιτευχθεί βραδέως
με την παραμονή της τοξίνης στο
ψυγείο ή
ταχέως σε θερμοκρασία δωματίου. Με την επίδραση επίσης διαφόρων ουσιών είναι δυνατόν να
επιτευχθεί η μετατροπή της τοξίνης σε
ατοξίνη. Αυτό επιτυγχάνεται με την προσθήκη φορμόλης. Το ίδιο αποτέλεσμα
μπορούμε να πετύχουμε αν επιδράσουμε στην τοξίνη με ιώδιο,διάζο-ενώσεων ή
ασκορβικού οξέος. Η ατοξίνη ή τοξινοειδές χρησιμοποιείται για την ανοσοποίηση
ανθρώπων ή ζώων.
Το τοξοειδές
του τετάνου παρασκευάστηκε για πρώτη φορά το 1924 και οι εμβολιασμοί με το
τοξοειδές του τετάνου χρησιμοποιήθηκαν ευρέως κατά την διάρκεια του δευτέρου
παγκοσμίου πολέμου. Τα περιστατικά του τετάνου στον πληθυσμό μειώθηκαν από 70 στον πρώτο παγκόσμιο (13
περιστατικά τετάνου στα 100.000 τραύματα) πόλεμο σε 12 στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. (0,44 στα
100.000. Από τα 12 περιστατικά ασθενών με τέτανο μόνο οι μισοί είχαν εμβολιασθεί
με το τοξοειδές του τετάνου.
Οι
περισσότερες εξωτοξίνες καταστρέφονται με την επίδραση πρωτεϊνολυτικών
ενζύμων,με θερμότητα και οξέα.
Καθιζάνουν επίσης με άλατα βαρέων μετάλλων
και ασθενών οξέων.
Το κλωστηρίδιο του τετάνου παράγει δύο
εξωτοξίνες την ταετανολυσίνη και την
τετανοσπασμίνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου